λοφορρῶγα

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφορρῶγα Medium diacritics: λοφορρῶγα Low diacritics: λοφορρώγα Capitals: ΛΟΦΟΡΡΩΓΑ
Transliteration A: lophorrō̂ga Transliteration B: lophorrōga Transliteration C: loforroga Beta Code: loforrw=ga

English (LSJ)

τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους, Hsch.

Greek Monolingual

λοφορρῶγα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ρρῶγα, αιτ. του -ρρωξ (< ρήγνυμι), πρβλ. καταρρώξ, κυμορρώξ].