μελάνδειρος

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ὁ, a small bird, Id.

German (Pape)

[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελάνδειρος, (Α)
αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό-δειρος, υψί-δειρος)].