μελάνοφρυς

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

υ, gen. υος,

   A black- or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνοφρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91.

Greek Monolingual

μελάνοφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].