μελάνοφρυς

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνοφρυς Medium diacritics: μελάνοφρυς Low diacritics: μελάνοφρυς Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΡΥΣ
Transliteration A: melánophrys Transliteration B: melanophrys Transliteration C: melanofrys Beta Code: mela/nofrus

English (LSJ)

υ, gen. υος, black-browed or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνοφρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91.

Greek Monolingual

μελάνοφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάνοφρυς, λεύκοφρυς)].

German (Pape)

υος, mit schwarzen Augenbrauen, = κυάνοφρυς, Hesych.