ές,
A = μεναίχμης, A.Eleg.3.
μενεγχής, -ές (Α)μεναίχμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ-εγχής].