μεσόδομος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ἡ,

   A = κατῆλιψ, Sch.Ar.Ra.574.

Greek Monolingual

(I)
ο
ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].———————— (II)
μεσόδομος, η (Α)
κλίμακα, σκάλα.