εντευκτήριο

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

το
1. χώρος όπου δίνονται συνεντεύξεις, γίνονται συναντήσεις κ.λπ.
2. αίθουσα ιδρύματος, λέσχης κ.λπ. για αναμονή ή αναψυχή τών επισκεπτών.