μελάμπρῳρος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A with black prow, ναῦς Hymn.Is.146.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπρῳρος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.

Greek Monolingual

μελάμπρῳρος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί-πρωρος, κυανό-πρωρος)].