μελλονικιώ

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μελλονικιῶ, -άω (Α)
(κωμικό λογοπαίγνιο για τον Νικία) αναβάλλω ή προσπαθώ να αποφύγω τη νίκη ως επικεφαλής της εκστρατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + Νικίας].