μελισσαριό

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α μελισσάριον) μέλισσα
τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -αριό (μέσω ενός αμάρτυρου μελισσ-άρης), πρβλ. κηφην-αριό].