μηδοκτόνος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des Mèdes.
Étymologie: Μῆδος, κτείνω.

Greek Monolingual

μηδοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει Μήδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.