ος, ον :qui tue des Mèdes.Étymologie: Μῆδος, κτείνω.
μηδοκτόνος, -ον (Α)αυτός που φονεύει Μήδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.