μονόζωστος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A = μονόζωνος 1, Hermesian.7.7.

German (Pape)

[Seite 203] = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.

Greek (Liddell-Scott)

μονόζωστος: -ον, = μονόζωνος Ι, Ἑρμησιάναξ 5. 7.

Greek Monolingual

μονόζωστος, -ον (Α)
αυτός που φορά μία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωστος (< ζώννυμι «ζώνω»), πρβλ. εύ-ζωστος, λινό-ζωστος].