μολυβδόχρους

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (ΑΜ μολυβδόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και μολυβδόχρως, -ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χρους < -χροος < χρώς, -ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρό-χρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + -χρως (< χρώς), πρβλ. μελί-χρως, ροδό-χρως].