μολυβδόχρους

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδόχρους Medium diacritics: μολυβδόχρους Low diacritics: μολυβδόχρους Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: molybdóchrous Transliteration B: molybdochrous Transliteration C: molyvdochrous Beta Code: molubdo/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μολυβδόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (ΑΜ μολυβδόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και μολυβδόχρως, -ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χρους < -χροος < χρώς, -ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρόχρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + -χρως (< χρώς), πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως].