ακατοίκητος

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατοίκητος, -ον) κατοικῶ
αυτός που δεν είναι κατοικημένος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία
2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος).