ον,
A v. ἄκλειστος.
ἀκλήιστος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἄκλειστος. ΙΙ. (κλείζω), ἀνώνυμος, ἄδοξος, Γρηγ. Ναζ.
v. ἄκλῃστος.
(I)ἀκλήιστος, -ον (Α)άκλειστος.———————— (II)ἀκλήιστος, -ον (Α) κληίζωο δίχως φήμη, άδοξος.