ἀκατεύναστος

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A not put to bed, waking, Hsch., Suid., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατεύναστος: -ον, ὁ μὴ κατευνασθείς, μὴ βληθεὶς εἰς τὴν κλίνην, ἄγρυπνος, «ἀκατεύναστον, ἀκοίμητον», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se ha acostado, que está en vela φύλακας σοφούς ... ἀκατεύναστον ἔχοντας ἐπ' αὐτῇ τὴν φροντίδα Cyr.Al.M.70.1373C, cf. Hsch., Sud., Phot.α 723.
2 que no duerme, eterno, perpetuo ἡ ὑμνῳδία Cyr.Al.M.69.1056A
del fuego del infierno Cyr.Al.M.71.1017C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατεύναστος, -ον) κατευνάζω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί
«ακατεύναστη οργή»
αρχ.
αυτός που δεν έχει πέσει στο κρεβάτι, δεν έχει κατακλιθεί.