ακομπανιάρω

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω».
ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα].