ἀκρονυχία

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A nightfall, Suid., Tz.ad Hes.Op.565.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρονῠχία: ἡ, ἀκρόνυξ, Σουΐδ., Τζέτζ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 el anochecer Sud., Tz.ad Hes.564.
2 astr. oposición ἀστέρων Vett.Val.164.24, cf. ἀκρωνυχία.

Greek Monolingual

ἀκρονυχία, η (Μ) ἀκρόνυχος
η αρχή της νύχτας, το σούρουπο.