διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
το, Ντο λυκόφως, η μετά την δύση του ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύθαμπο].