σούρουπο

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το λυκόφως, η μετά την δύση του ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύθαμπο].