Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σούρουπο

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

το, Ν
το λυκόφως, η μετά την δύση του ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύθαμπο].