ἀκομιστία

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ,

   A lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incurie, négligence.
Étymologie: ἀ, κομίζω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ép. -ίη
1 falta de atenciones μοι ὄλεσσεν ἄλη τ' ἀ. τε Od.21.284, cf. Them.Or.22.274a.
2 plu. desaliño αἱ διὰ πένθη ἀκομιστίαι el desaliño producido por el dolor Max.Tyr.28.2.

Greek Monolingual

ἀκομιστία, η (Α) ἀκόμιστος
έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης.