-ές (Α ἀλαβαστροειδής)1. ο όμοιος με αλάβαστρο2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρο(ν) + -ειδής < εἶδος.