ἀλαβαστροειδής
From LSJ
English (LSJ)
like alabaster, Zos.Alch.p.111 B. Adv. ἀλαβαστροειδῶς, στίλβουσα Dsc.4.76.
Spanish (DGE)
-ές
1 parecido al alabastro ναός μονόλιθος Zos.Alch.Comm.Gen.10.101
•del huevo de Ptah ᾠόν Anon.Alch.316.8.
2 adv. -ῶς de forma parecida al alabastro de la raíz de una planta στίλβουσα Dsc.4.76.
German (Pape)
[Seite 88] ές, alabasterartig, Diosc.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλαβαστροειδής)
1. ο όμοιος με αλάβαστρο
2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρο(ν) + -ειδής < εἶδος.