αλαβαστροειδής

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλαβαστροειδής)
1. ο όμοιος με αλάβαστρο
2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλάβαστρο(ν) + -ειδής < εἶδος.