ακοντοδόκος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.

Greek Monolingual

ἀκοντοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.