-ές (Α ἀκτινοειδής)αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτόςαρχ.λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -εἰδὴς < εἶδος.