ἀκτινοειδής
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
ἀκτινοειδές, = ἀκτινώδης, στέφανοι Ph.2.559; τρίχες Horap. 1.17. Adv. ἀκτινοειδῶς = behaving as rays would Gal.19.171, Steph.in Hp.1.144 D., al.
Spanish (DGE)
-ές
1 parecido a los rayos de sol στέφανοι Ph.2.559, τρίχες Horap.1.17, φυλλάδων ἐκφύσεις Cyr.H.Catech.15.20, cf. Socr.Sch.HE 3.20.14.
2 adv. -ῶς de forma parecida a los rayos de sol ἡ ψυχή ... τείνασα ἑαυτὴν ἀ. Gal.19.171, διαλάμπεσθαι ἀ. Steph.in Hp.Progn.164.11.
German (Pape)
[Seite 86] ές, strahlenartig, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνοειδής: -ες, = ἀκτινώδης, Φίλων 2. 559.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκτινοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτός
αρχ.
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -εἰδὴς < εἶδος.