αλευρογυρίζω

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να το τηγανίσω, αλευρώνω
2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα
3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω].