ἀλητός

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold

   A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητόςἀλητός (B), ή, όν, Adj.

   A ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.

German (Pape)

[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 molido, ἅλς Archig. en Orib.8.1.33.
2 subst. τὸ ἀλητόν molienda Babr.29.1.

Greek Monolingual

ἀλητός, ο (Α)
η πράξη του αλέσματος, άλεση, άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη του αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)].