ἀλλογλωσσία

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A use of a strange tongue, difference of tongue, J.AJ1.5.1.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, Sprachverschiedenheit, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλογλωσσία: ἡ, χρῆσις ξένης γλώσσης, διαφορὰ γλώσσης, Ἰωσήπ. Α. Ἰ, 1. 5, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
diversidad de lenguasdespués de Babel, I.AI 1.120.

Greek Monolingual

η (Α ἀλλογλωσσία) ἀλλόγλωσσος
χρησιμοποίηση ξένης γλώσσας, διαφορά γλώσσας.