ἀλλοδαπής

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 103] ές, Aristid. u. Sp. –

Spanish (DGE)

(ἀλλοδᾰπής) -ές extranjero κλέπτης Doroth.411.29, cf. EM 897.

Greek Monolingual

ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.