ἀμφιδάκρυτος
English (LSJ)
ον,
A all-tearful, πόθος E Ph.330.
German (Pape)
[Seite 137] sehr beweint, thränenreich, Eur. Phoen. 332.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en larmes.
Étymologie: ἀμφί, δακρύω.
Spanish (DGE)
(ἀμφιδάκρῡτος) -ον de mucho llanto πόθος E.Ph.330.
Greek Monolingual
ἀμφιδάκρυτος, -ον (Α)
ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δακρυτός < δακρύω.