ἀμφίστημι (Α)1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ἵστημι.