ανάγνωση

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνάγνωσις)
1. απόδοση γραπτού κειμένου με προφορικό λόγο, διάβασμα
2. διάβασμα με δυνατή φωνή εμπρός σε ακροατήριο
νεοελλ.
1. κατανόηση της σημασίας συμβόλων (ιερογλυφικών κ.λπ.)
2. κείμενο για ανάγνωση
3. το μάθημα της ανάγνωσης
αρχ.
αναγνώριση, επαναφορά στη μνήμη προσώπου, πράγματος ή περιστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. αναγνωστικός].