αναδιπλασιασμός

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀναδιπλασιασμός) ἀναδιπλασιάζω
1. ο εκ νέου διπλασιασμός ή απλώς διπλασιασμός, η επανάληψη
2.διπλασιασμός ή αναδίπλωση) η επανάληψη ενός ή και περισσοτέρων αρχικών φθόγγων του θέματος μιας λέξης ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής.