ἀναδιπλασιασμός

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδιπλασιασμός Medium diacritics: ἀναδιπλασιασμός Low diacritics: αναδιπλασιασμός Capitals: ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: anadiplasiasmós Transliteration B: anadiplasiasmos Transliteration C: anadiplasiasmos Beta Code: a)nadiplasiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, reduplication, EM45.45, 55.26.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
gram. reduplicación Hdn.Schem.38, Choerob.in Theod.p.75, Et.Sym.380, EM 634.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, die Wiederverdoppelung, Reduplication, Gramm.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
t. de gramm. redoublement.
Étymologie: ἀνά, διπλασιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδιπλασιασμός: ὁ, Κύριλλ. Γραμμ.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναδιπλασιασμός) ἀναδιπλασιάζω
1. ο εκ νέου διπλασιασμός ή απλώς διπλασιασμός, η επανάληψη
2.διπλασιασμός ή αναδίπλωση) η επανάληψη ενός ή και περισσοτέρων αρχικών φθόγγων του θέματος μιας λέξης ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής.