ἀναδιπλασιασμός
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
ὁ, reduplication, EM45.45, 55.26.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
gram. reduplicación Hdn.Schem.38, Choerob.in Theod.p.75, Et.Sym.380, EM 634.
German (Pape)
[Seite 187] ὁ, die Wiederverdoppelung, Reduplication, Gramm.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
t. de gramm. redoublement.
Étymologie: ἀνά, διπλασιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδιπλασιασμός: ὁ, Κύριλλ. Γραμμ.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναδιπλασιασμός) ἀναδιπλασιάζω
1. ο εκ νέου διπλασιασμός ή απλώς διπλασιασμός, η επανάληψη
2. (ή διπλασιασμός ή αναδίπλωση) η επανάληψη ενός ή και περισσοτέρων αρχικών φθόγγων του θέματος μιας λέξης ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής.