πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
η (A ἀναδίπλωσις) ἀναδιπλῶ1. δίπλωση, σύμπτυξη2. τακτική αποχώρηση στρατιωτικού τμήματοςαρχ.(στη Γραμμ.) ο αναδιπλασιασμός.