αναδίπλωση

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source

Greek Monolingual

η (A ἀναδίπλωσις) ἀναδιπλῶ
1. δίπλωση, σύμπτυξη
2. τακτική αποχώρηση στρατιωτικού τμήματος
αρχ.
(στη Γραμμ.) ο αναδιπλασιασμός.