ἀναρίτης

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A = νηρείτης, Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)

German (Pape)

[Seite 205] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = νηρείτης, Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. νηριτοτρόφος. - «ζῷον κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίτης) v. ἀνηρίτης.

Greek Monolingual

ἀναρίτης, ο (Α)
θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].