(AM ἀναχαράσσω)νεοελλ.λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότεραμσν.- νεοελλ.(για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μουαρχ.1. αναξέω, διεγείρω2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι3. παράγω, γεννώ.