αναμασώ

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναμασῶμαι)
ξαναμασώ, μηρυκάζω
νεοελλ.
1. μασώ καλά την τροφή
2. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, περιττολογώ
3. μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μασῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναμάσημα, αναμάσηση, αναμασητής].