ανδρακάς

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].———————— (II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.