ἀνδράριον

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀνήρ,

   A manikin, pitiful fellow, Ar.Ach. 517.

German (Pape)

[Seite 217] τό, dim. von ἀνήρ, im verächtlichen Sinne, μοχθηρά Ar. Ach. 517.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδράριον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀνήρ, ἀνθρωπάριον, ἄνθρωπος ἐλεεινός, ἀνδράρια μοχθηρὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 517· πονηρὰ Συνέσ. 245C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit homme chétif, avorton.
Étymologie: ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
despect. de ἀνήρ tipejo Ar.Ach.517.

Greek Monolingual

ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ]
(χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο.