ἀνδράριον
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀνήρ, manikin, pitiful fellow, Ar.Ach. 517.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
despect. de ἀνήρ tipejo Ar.Ach.517.
German (Pape)
[Seite 217] τό, dim. von ἀνήρ, im verächtlichen Sinne, μοχθηρά Ar. Ach. 517.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme chétif, avorton.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδράριον: τό человечек, человечишко Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδράριον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀνήρ, ἀνθρωπάριον, ἄνθρωπος ἐλεεινός, ἀνδράρια μοχθηρὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 517· πονηρὰ Συνέσ. 245C.
Greek Monolingual
ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ]
(χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο.
Greek Monotonic
ἀνδράριον: τό, υποκορ. του ἀνήρ, ανθρωπάριο, σε Αριστοφ.