αναπλάστης
Greek Monolingual
ο (θηλ. -στρια)
αυτός που επιφέρει ανάπλαση, αναμόρφωση, βελτίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
ο (θηλ. -στρια)
αυτός που επιφέρει ανάπλαση, αναμόρφωση, βελτίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].