αναμόρφωση

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

η (Α ἀναμόρφωσις) ἀναμορφῶ
επανακατασκευή, αναδημιουργία κάποιου πράγματος με μερικές ή ολικές τροποποιήσεις της παλαιάς του μορφής, ανασχηματισμός, ανακαίνιση
νεοελλ.
το να δίνει κανείς νέα διάπλαση, νέες κατευθύνσεις σε κάτι
αρχ.
ξαναγέννημα, αναγέννηση, αναζωογόνηση.