αναμόρφωση
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
η (Α ἀναμόρφωσις) ἀναμορφῶ
επανακατασκευή, αναδημιουργία κάποιου πράγματος με μερικές ή ολικές τροποποιήσεις της παλαιάς του μορφής, ανασχηματισμός, ανακαίνιση
νεοελλ.
το να δίνει κανείς νέα διάπλαση, νέες κατευθύνσεις σε κάτι
αρχ.
ξαναγέννημα, αναγέννηση, αναζωογόνηση.