ανάπλαση

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η (Α ἀνάπλασις)
1. αναμόρφωση, ανασχηματισμός, αναδημιουργία
2. μεταρρύθμιση, βελτίωση
(Εκκλ.) η αναγέννηση που συντελείται με το βάπτισμα (ηθική και πνευματική
νεοελλ.
1. ηθική βελτίωση, αναμόρφωση
2. (στην ψυχολ.) αναδημιουργία στη συνείδηση παραστάσεων που προϋπήρξαν
αρχ.
1. σχηματισμός, δημιουργία
2. σχηματισμός εικόνων με τη φαντασία.