ανάπλαση
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
η (Α ἀνάπλασις)
1. αναμόρφωση, ανασχηματισμός, αναδημιουργία
2. μεταρρύθμιση, βελτίωση
(Εκκλ.) η αναγέννηση που συντελείται με το βάπτισμα (ηθική και πνευματική
νεοελλ.
1. ηθική βελτίωση, αναμόρφωση
2. (στην ψυχολ.) αναδημιουργία στη συνείδηση παραστάσεων που προϋπήρξαν
αρχ.
1. σχηματισμός, δημιουργία
2. σχηματισμός εικόνων με τη φαντασία.