ανθρακόχρους

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του καρβούνου, μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -χρους < χρώς. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].