ανίκητος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνίκητος και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)
αήττητος, ακατάβλητος, αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνίκητον
το άνηθο.
-η, -ο (AM ἀνίκητος και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)
αήττητος, ακατάβλητος, αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνίκητον
το άνηθο.