ανισορροπία
Greek Monolingual
η
1. έλλειψη ισορροπίας, αστάθεια
2. η έλλειψη αρμονίας, η διασάλευση της πνευματικής ισορροπίας ή των ηθικών ροπών ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανισόρροπος. Η λ. μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].