ἀνήδομαι

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A renounce one's enjoyment of a thing, no longer enjoy it, ἃ τόθ' ἥτθην, ταῦτα νῦν ἀ. Hermipp.77.

German (Pape)

[Seite 228] dep. pass., seine Freude zurücknehmen, sich nicht meh rüber etwas freuen, ταῦτα νῦν ἀν. Hermipp. B. A. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήδομαι: δὲν εὑρίσκω πλέον ἡδονὴν εἰς ἐκεῖνο ὅπερ πρότερον μὲ ἔτερπε: «ἀνήδομαι ἐφ’ οἷς ἥσθην: ἀντὶ τοῦ οὐκέθ’ ἥδομαι Ἕρμιππος· ‘χἃ τόθ’ ἥσθην, ταῦτα νῦν ἀνήδομαι’, ἀντὶ τοῦ καὶ τὴν ἐπ’ ἐκείνοις γεγενημένην ἀπορρίπτω καὶ ἀποτίθεμαι ἡδονήν» Α. Β. 25, 19.

Spanish (DGE)

apartarse del disfrute de, dejar de disfrutar ταῦτα Hermipp. en ZPE 35.1979.31.

Greek Monolingual

ἀνήδομαι (Α)
παύω να αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι που μέχρι τώρα με ευχαριστούσε.